- ρωσοελληνικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται ταυτόχρονα στη Ρωσία και στην Ελλάδα ή στους Ρώσους και τους Έλληνες ταυτόχρονα («ρωσοελληνική φιλία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < Ρώσος + Έλληνας + κατάλ. -ικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελληνορωσικός, -ή — ό ο ελληνικός και ο ρωσικός ταυτόχρονα, ο ρωσοελληνικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)